- ἐργάσῃ
- ἐργάσηι , ἔργασιςperpetrationfem dat sg (epic)ἐργάζομαιworkaor subj mp 2nd sg (attic)ἐργάζομαιworkfut ind mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έργαση — η (Μ ἔργασις) [εργάζομαι] πράξη, ενέργεια μσν. εργασία, δουλειά … Dictionary of Greek
ἐργάσηι — ἔργασις perpetration fem dat sg (epic) ἐργάσῃ , ἐργάζομαι work aor subj mp 2nd sg (attic) ἐργάσῃ , ἐργάζομαι work fut ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργασις — η βλ. έργαση … Dictionary of Greek